- ολόλευκος
- -η, -ο (Α ὁλόλευκος, -ον) κατάλευκος, κάτασπρος, εντελώς λευκός («στέλλει κι αυτής ολόλευκα, ρούχα νυμφικά», Βιζυην.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁλόλευκος — all white masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολόλευκος — η, ο ο εντελώς λευκός, κατάλευκος, ολόασπρος. Το σπίτι τους απέξω είναι ολόλευκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁλόλευκον — ὁλόλευκος all white masc acc sg ὁλόλευκος all white neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλολεύκου — ὁλόλευκος all white masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλολεύκους — ὁλόλευκος all white masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλόλευκοι — ὁλόλευκος all white masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
себель — рыба Alburnus lucidus , сибиль – то же, южн. (Даль 1), донск. (Миртов), харьк. (РФВ 30, 191), себель, донск. (Миртов), укр. себель Alburnus lucidus . Древнейшая форма неясна. Возм., *вьсебѣль от весь и белый? Ср. лат. alburnus : albus белый ,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κάτασπρος — και κατάσπρος, η, ο 1. κατάλευκος, ολόλευκος («κατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο», Σολωμ.) 2. (για πρόσ.) πολύ χλωμός … Dictionary of Greek
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek